< 1 δράκος
Δρακούινα >
2 δράκος
,
-εος, τό
manojo
δαψιλέσι δράκεσι λιβανωτοῦ
LXX 3
Ma
.5.2, cf. Poll.2.147.
• Etimología:
Cf. δράσσομαι.